Ο πλανήτης βιώνει μια μεταμόρφωση όσον αφορά την ηλεκτροπαραγωγή. Στη Γερμανία, έχουμε μια λέξη για αυτό το φαινόμενο: Energiewende. Σημαίνει το κομβικό σημείο στην ενέργεια (χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη, wende, για να περιγράψουμε την πτώση του τείχους του Βερολίνου και όλες τις δραματικές αλλαγές που επέφερε).
Στα πλαίσια αυτής της μεταμόρφωσης, παρατηρούμε την απανθρακοποίηση της κατανάλωσης ηλεκτρισμού χάρη στην ευρεία εγκατάσταση ΑΠΕ, όπως τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά. Νωρίτερα φέτος, η Ε.Ε. ανακοίνωσε ότι οι κλιματικοί και ενεργειακοί της στόχοι – 20% στις εκπομπές ρύπων, 20% διείσδυση ΑΠΕ και 20% εξοικονόμηση ενέργειας – βρίσκονται καθ’ οδόν προς επίτευξη ως το 2020.
Ταυτόχρονα, γινόμαστε μάρτυρες της αποκέντρωσης της ηλεκτροπαραγωγής. Για παράδειγμα, στη Γερμανία περισσότερα από 1,5 εκατ. νοικοκυριά αυτοκαταναλώνουν ηλεκτρισμό. Το 2015, το 40% των νέων εγκαταστάσεων φ/β συνοδεύονταν από μπαταρίες. Στην περιφέρεια, πάνω από 180 βιοενεργειακά χωριά ξεκίνησαν να παράγουν τον ηλεκτρισμό τους. Αντίστοιχα, στις πόλεις, οι ενεργειακοί και οικοδομικοί σύνδεσμοι εγκαθιστούν φ/β στα κτίρια και το υπουργείο Ενέργειας εκτιμά ότι 3,8 εκατ. διαμερίσματα μπορούν να εγκαταστήσουν φ/β στις στέγες τους.
Οι βιομηχανικοί παίκτες επίσης συνειδητοποίησαν τα οφέλη σε όρους αγοράς και εξοικονόμησης: Η BMW ενεργοδοτεί το εργοστάσιο που παράγει τα ηλεκτρικα μοντέλα i3 και i8 με ένα αιολικό πάρκο 10 μεγαβάτ, ενώ η Aldi Sud εγκατέστησε φ/β σε 1.000 σουπερμάρκετ. Το 2016, οι διακυμενόμενες ΑΠΕ παρήγαγαν άνω του 30% του ηλεκτρισμού της χώρας.
Πέρα από τα περιβαλλοντικά οφέλη, υπάρχουν τεράστιες επιδράσεις στο βιομηχανικό τομέα και στην εθνική ανταγωνιστικότητα. Χώρες που κατορθώνουν να μεταβούν επιτυχώς προς τις καθαρές τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής θα φιλοξενήσουν ανταγωνιστικές ενεργειακές λύσεις και βιομηχανίες που είναι πιο ανθεκτικές σε ενεργειακούς τριγμούς και αλλαγές του καιρού.
Αυτός είναι ο λόγος που τόσες χώρες προχωρούν με φιλόδοξα σχέδια στον συγκεκριμένο κλάδο. Το 2016, η Κίνα εγκατέστησε 34 γιγαβάτ φ/β. Τον Ιανουάριο, η αρμόδια κρατική αρχή ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει 361 δις. δολάρια για τη στροφή από τον άνθρακα προς τις ΑΠΕ. Η Ινδία σκοπεύει να εγκαταστήσει 100 γιγαβάτ φ/β ως το 2022, από 4,9 γιγαβάτ νέων εγκαταστάσεων το 2016. Τα Εμιράτα επενδύουν 163 δις. δολάρια στις ΑΠΕ, με στόχο για κάλυψη της μισής ηλεκτροπαραγωγής ως το 2050. Το Μαρόκο σκοπεύει να κάνει το ίδιο ως το 2030. Σε δύο περιοχές της Αυστραλίας, τα φ/β σε στέγες έχουν φτάσει ήδη το 30%. Ανά τον πλανήτη, το 2015 οι προσθήκες ΑΠΕ ξεπέρασαν κάθε άλλη μορφή ηλεκτροπαραγωγής μαζί.
Αν και το ρυθμιστικό πλαίσιο και η εφαρμογή του διαφέρουν από χώρα σε χώρα, η αποκέντρωση συνήθως συμβαίνει σε τρία στάδια. Το καθένα τους εμπεριέχει τις δικές του προκλήσεις.
Οι χώρες της πρώτης φάσης, που αποκαλούμε «Energiewende 1.0», επικεντρώνονται στην προώθηση των ΑΠΕ, όπως είναι τα φ/β, τα αιολικά, η βιομάζα και η γεωθερμία. Τα ρυθμιστικά κίνητρα περιλαμβάνουν εργαλεία όπως την απαίτηση από τις εταιρείες ηλεκτρισμού να προμηθεύονται ένα μέρος της ισχύος τους από ΑΠΕ. Χώρες με ισχυρή βιομηχανική βάση, όπως η Κίνα και η Γερμανία, πιθανώς έχουν και ένα δεύτερο στόχο: Να εγκαθιδρύσουν μια εγχώρια παραγωγική βάση για τις ανανεώσιμες τεχνολογίες.
Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης φάσης ανάπτυξης, η συνολική συνεισφορά των ΑΠΕ παραμένει κάτω από το κρίσιμο κατώφλι. Οι ηλεκτρικές υποδομές μπορούν να αντεπεξέλθουν στην πρόσθετη διακυμαινόμενη πίεση προς το δίκτυο διανομής. Η προσφορά και η ζήτηση παραμένουν εν πολλοίς ανεπηρέαστες.
Κάποιες χώρες, όπως η Δανία και η Γερμανία, έχουν ήδη εισέλθει στη δεύτερη φάση, την «Energiewende 2.0», η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλο μερίδιο διακυμαινόμενων πηγών που βασίζονται στις καιρικές συνθήκες. Στη Γερμανία, έχουμε μια λέξη για τις σκοτεινές ημέρες, όταν ο άνεμος δεν φυσά δυνατά: Dunkelflaute. Σημαίνει η «σιωπηλή νηνεμία». Η αντιμετώπιση τέτοιων ημερών, όταν η φ/β και η αιολική παραγωγή είναι πολύ χαμηλή, πρέπει να είναι μέρος της εξίσωσης, καθώς οι ρυθμιστές και ο κλάδος παράγουν ολοένα και περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια σε ένα σύστημα που αρχικά σχεδιάστηκε για πιο ευέλικτη παραγωγή, όπως αυτή με φυσικό αέριο.
Κατά τη διάρκεια αυτής της δεύτερης φάσης, οι διαχειριστές πρέπει να παρεμβαίνουν συχνά για να διατηρούν το δίκτυο σε ισορροπία. Για παράδειγμα, οι παρεμβάσεις της TenneT στη Γερμανία αυξήθηκαν από λιγότερες από 10 το 2003 σε σχεδόν 1.400 το 2015.
Στην τρίτη φάση, η οποία δεν έχει έρθει ακόμα για καμία χώρα, αναμένουμε ότι ο κλάδος της ηλεκτροπαραγωγής θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις ρίζες του ως ΔΕΚΟ και να γίνει πραγματικά ιδιωτικός, με προσαρμοσμένες λύσεις για κάθε παραγωγό και καταναλωτή. Αυτό φαίνεται πως θα είναι το τελικό στάδιο για τα ευρύτερα πρότυπα αποκεντροποίησης που παρατηρούμε. Κατ’ επέκταση, η είσοδος των αγορών στο «Energiewende 3.0» θα πρέπει να απαντήσει σε δύο βασικά ερωτήματα. Ποιος θα αναλάβει το κόστος των ακριβών υποδομών μεταφοράς υψηλής τάσης αν η περισσότερη προμήθεια είναι οργανωμένη τοπικά ή ατομικά; Και πως θα κατευθύνουν οι κυβερνήσεις τη μετάβαση από τις δημόσιες στις ιδιωτικές υποδομές, ιδίως την συνύπαρξη ενός κεντρικού δικτύου και αποκεντρωμένων λύσεων;
Πολλές κυβερνήσεις διστάζουν ακόμα να επιφέρουν τη μετάβαση προς αποκεντρωμένες δομές ηλεκτροπαραγωγής. Δεν είναι εύκολο, όπως δείχνει το οικονομικό αδιέξοδο μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών ηλεκτρισμού. Όμως, οι εταιρείες αρχίζουν να μαθαίνουν πώς να προσαρμόζονται σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Αρχίζουν να προσφέρουν συνδυαστικές υπηρεσίες και λύσεις-πακέτα αντί να πωλούν απλά ηλεκτρισμό με την κιλοβατώρα. Πιστεύουμε ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι να καθιερωθούν τα επίπεδα τιμολόγια ρεύματος.
Οι λύσεις στον ιδιωτικό τομέα επίσης εκσυγχρονίζονται. Οι λεγόμενοι «aggregators» συνδυάζουν πλέον την ζήτηση επιμέρους νοικοκυριών και την πωλούν στη χονδρεμπορική αγορά. Επίσης, οι πάροχοι διαχείρισης της ζήτησης μπορούν να θέσουν προσωρινά εκτός λειτουργίας μέρος της κατανάλωσής τους ενισχύοντας την ελαστικότητα της ζήτησης ώστε να παραμένει το δίκτυο ισορροπημένο.
Το ReSTORE, ο ευρωπαϊκός ηγέτης στη διαχείριση της ζήτησης, ήδη προσέλκυσε πάνω από 125 μεγάλους βιομηχανικούς και εμπορικούς καταναλωτές, ανάμεσά τους ονόματα όπως η Total, η ArcelorMittal και η τσιμεντοβιομηχανία Holcim. Η αποζημίωση προς αυτούς τους παραγωγούς μπορεί να φτάσει τα 100.000 ευρώ ετησίως ανά μεγαβάτ κατανάλωσης που αποφεύγεται.
Οι χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο δυσκολεύτηκαν ιστορικά να εξηλεκτρίσουν τις υπαίθρους τους, αλλά ίσως να μπορέσουν να μπουν στην τρίτη φάση πιο γρήγορα. Σε αυτές τις αγορές, οι επιχειρήσεις διαβλέπουν ευκαιρίες λόγω της απουσίας του δημόσιου τομέα. Για παράδειγμα, η νεοφυής SOLshare στο Μπαγκλαντές δημιουργεί μικροδίκτυα peer-to-peer τα οποία προμηθεύουν ηλιακή ενέργεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Αυτό επιτρέπει στους καταναλωτές να γίνουν επιχειρηματίες στην ηλιακή ενέργεια, καθώς μπορούν να πουλήσουν τον παραπάνω ηλεκτρισμό και να αποκομίσουν κέρδος.
Είτε μέσω των πρωτοβουλιών των κοινοτήτων, είτε μέσω της επιχειρηματικότητας, είτε μέσω της προσαρμογής των παραδοσιακών παραγωγών, η παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση εξελίσσεται. Αναπόφευκτα, θα επηρεάσει την εθνική και βιομηχανική ανταγωνιστικότητα. Οι βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις έχουν μεγάλο διακύβευμα ώστε να πραγματοποιήσουν επιτυχώς αυτή τη μετάβαση, είτε οδηγούν τις εξελίξεις, είτε επωφελούνται από το πιο ευέλικτο αποκεντρωμένο σύστημα.
Των Christoph Burger και Jens Weinmann
Πηγή: Harvard Business Review