Την κατάρριψη τεσσάρων "μύθων" σχετικά με τη διαχείριση της ζήτησης επιχειρεί με ανακοίνωσή της η Eurelectric, η οποία εκπροσωπεί τους μεγαλύτερους ηλεκτροπαραγωγούς πανευρωπαϊκά.
Ο Σύνδεσμος θεωρεί ότι οι προμηθευτές θα πρέπει να αποζημιώνονται για την ενέργεια που συνεισφέρουν στην περίπτωση ενεργοποίησης της διαχείρισης ζήτησης από τους φορείς σωρευτικής εκπροσώπησης.
Σχετικά με το επίμαχο αυτό θέμα, δημοσίευσε μελέτη, αλλά και το ακόλουθο κείμενο με το οποίο αναφέρεται σε τέσσερις "δημοφιλείς μύθους" για τη διαχείριση ζήτησης:
Μύθος πρώτος: Οι φορείς σωρευτικής εκπροσώπησης δεν πωλούν ενέργεια, πωλούν ευελιξία!
Παραδοσιακά, οι αγορές ενέργειας χαρακτηρίζονταν από άκαμπτη ζήτηση, η οποία δεν αντιδρά στις αλλαγές της τιμής. Σήμερα, καθώς αυξάνεται το μερίδιο της στοχαστικής ανανεώσιμης ενέργειας, η ευελιξία που προσδίδει στη ζήτηση η διαχείριση ζήτησης βοηθά το σύστημα να είναι πιο αποδοτικό. Όμως, η σχέση μεταξύ της ευελιξίας και της ηλεκτροπαραγωγής και προμήθειας συχνά αγνοείται στη συζήτηση για τη διαχείριση ζήτησης. Ενώ η διαχείριση ζήτησης προσφέρει ευελιξία στο σύστημα, η βασική της λειτουργία είναι το να βελτιώνει το ταίριασμα της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά ηλεκτρισμού. Αυτό ισχύει στην περίπτωση των υπηρεσιών διαχείρισης ζήτησης από ανεξάρτητους φορείς: Ουσιαστικά βεβαιώνει ότι ο ηλεκτρισμός θα παραδοθεί σε ένα τρίτο πελάτη μειώνοντας τη ζήτηση του πελάτη με τον οποίο έχει συνάψει συμβόλαιο ο φορέας. Όμως, η αποδοτικότητα εξαρτάται από την ικανότητα των προμηθευτών να τηρήσουν την ποσότητα ηλεκτρισμού που προγραμμάτισαν και δεσμεύτηκαν να προμηθεύσουν με βάση την προβλεπόμενη ζήτηση των καταναλωτών τους. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά οι φορείς πωλούν ηλεκτρισμό που εξασφαλίζεται πρώτα από τους προμηθευτές. Αν οι προμηθευτές αποφασίσουν να προσαρμόσουν την προμήθειά τους σε πραγματικό χρόνο, ο φορέας δεν θα έχει κάτι για να εμπορευτεί και η δυνατότητα για διαχείριση ζήτησης θα εξανεμιστεί.
Συμπέρασμα: Οι φορείς θα πρέπει να αποζημιώνουν τους προμηθευτές για το κόστος εξασφάλισης ηλεκτρισμού διότι εν τέλει πωλούν αυτό τον ηλεκτρισμό στην αγορά.
Μύθος δεύτερος: Οι προμηθευτές πρέπει να ασχολούνται με την αλλαγή στην κατανάλωση των πελατών τους. Η διαχείριση ζήτησης δεν διαφέρει.
Όπως συζητήσαμε στον πρώτο μύθο, αν οι προμηθευτές αποφασίσουν να προσαρμόσουν την προμήθεια σε πραγματικό χρόνο, ο φορέας δεν θα έχει τι να εμπορευτεί και η δυνατότητα διαχείρισης ζήτησης εξανεμίζεται. Υπό αυτή την έννοια, η διαχείριση ζήτησης είναι θεμελιωδώς διαφορετική από τις τυχαίες αλλαγές της κατανάλωσης. Για να εξασφαλιστεί η επάρκεια προμήθειας και η ευστάθεια του δικτύου, οι προμηθευτές προβλέπουν εκ των προτέρων τη ζήτηση των πελατών τους και προσαρμόζουν την προσφορά ηλεκτρισμού αντίστοιχα. Οι αποκλίσεις από την πρόβλεψη ζήτησης αποτελούν πρόσθετο κίνδυνο και πιθανώς πρόσθετο κόστος σε όρους εξισορρόπησης ισχύος. Η μη συντονισμένη ενεργοποίηση της διαχείρισης ζήτησης από ανεξάρτητους φορείς ίσως οδηγήσει σε λάθη στις προβλέψεις και σε πιθανά κόστη. Οι προμηθευτές θα πρέπει να μπορούν να περιλαμβάνουν αυτούς τους πρόσθετους κινδύνους στον υπολογισμό τους για την τιμή.
Συμπέρασμα: Η επίδραση της διαχείρισης ζήτησης διαφέρει σημαντικά από τις φυσιολογικές αλλαγές στην κατανάλωση. Χρειάζονται επαρκείς κανόνες στην αγορά για να διαμοιραστούν σωστά οι ανισορροπίες μεταξύ του φορέα και του προμηθευτή και να αντιμετωπιστεί το κόστος της ενέργειας που εξασφαλίζουν οι προμηθευτές.
Μύθος τρίτος: Αν οι φορείς πρέπει να πληρώνουν για την ενέργεια, τότε δεν θα έχουν κανένα επιχειρηματικό μοντέλο, η αγορά λιανικής θα είναι λιγότερο ανταγωνιστική και οι καταναλωτές δεν θα επωφεληθούν από τις πρόσθετες υπηρεσίες.
Για να είναι επωφελής η διαχείριση της ζήτησης για το ηλεκτρικό σύστημα, τα οφέλη που σχετίζονται με την ενεργοποίησή της πρέπει να είναι υψηλότερα από τα κόστη, διαφορετικά θα προκαλεί μια ανισορροπία στο σύστημα. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενεργοποίηση της διαχείρισης ζήτησης με αποζημίωση καθιστά το επιχειρηματικό μοντέλο των φορέων εκπροσώπησης λιγότερο ελκυστικό, όμως ένα ελαττωματικό μοντέλο με βάση το «δωρεάν» θα οδηγούσε σε αυξημένα κόστη για το σύστημα. Οι ρυθμιστές που εκπροσωπούνται από τον ACER και τον CEER αναγνώρισαν ρητά ότι «η πληρωμή για την αναπωλούμενη ενέργεια είναι απαραίτητη για την επάρκεια του συστήματος και για να κρατηθούν χαμηλά οι λογαριασμοί των καταναλωτών». Η αποζημίωση πρέπει να επιτρέπει στους προμηθευτές να ανακτούν τα κόστη τους, όπως προκύπτουν από την τιμή της αγοράς. Η ενεργοποίηση της διαχείρισης ζήτησης θα είναι αποδοτική μονάχα αν οι τιμές στην ενδοημερήσια αγορά ή την αγορά εξισορρόπησης ξεπερνούν τα κόστη του προμηθευτή, καθώς και τα πιθανά πρόσθετα κόστη εξισορρόπησης. Δεδομένου του αυξανόμενου μεριδίου της στοχαστικής παραγωγής ΑΠΕ και της αβεβαιότητας στην παραγωγή, είναι δίκαιο να υποθέσουμε ότι η ενδοημερήσια αγορά και η αγορά εξισορρόπησης θα αποκτήσουν μεγαλύτερη σημασία και το εύρος των τιμών θα είναι αρκετά υψηλό για να εξασφαλίσει την αποδοτική ενεργοποίηση της διαχείρισης ζήτησης.
Συμπέρασμα: Ένα αποδοτικό πλαίσιο για τη διαχείριση ζήτησης θα πρέπει να διαμοιράζει σωστά τις ανισορροπίες και να εξασφαλίζει επαρκή αποζημίωση για την ενέργεια. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ανεξάρτητοι φορείς έχουν ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο με το να ενεργοποιούν τη διαχείριση ζήτησης όταν χρειάζεται.
Μύθος τέταρτος: Καθώς οι φορείς θα συνεισφέρουν στη μείωση της χονδρεμπορικής τιμής, το κόστος των προμηθευτών θα υποχωρεί παράλληλα, άρα θα επωφεληθούν έμμεσα. Άρα, δεν θα πρέπει να πληρώνονται επιπλέον για την ενέργεια που προμηθεύουν.
Στο επίκεντρό της, η διαχείριση ζήτησης επιτρέπει τη μείωση της ζήτησης των καταναλωτών όταν οι τιμές είναι υψηλές και θεωρητικά συμβάλει στη μείωση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά. Σε ποιο βαθμό αυτό το αποτέλεσμα θα γίνει αισθητό στην πράξη και σε ποιες αγορές εξαρτάται από διάφορα πράγματα: Μονάχα αν η (προσωρινή) πτώση της ζήτησης γίνει πράξη με επαρκή πρόβλεψη, θα μπορέσει να έχει αποτέλεσμα στην προημερήσια αγορά. Γενικά, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επίδρασή της θα είναι ισχυρότερη στην ενδοημερήσια αγορά και στην αγορά εξισορρόπησης, παρά στην προημερήσια. Οι προμηθευτές εκείνοι που εξασφαλίζουν ενέργεια στην προημερήσια αγορά ή με βάση διμερή συμβόλαια, είναι λιγότερο πιθανό να επωφεληθούν από τις αλλαγές στην τιμή που επιφέρει η διαχείριση ζήτησης. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι μια ανταγωνιστική αγορά πρέπει να επωφελεί τον κάθε συμμετέχοντα και δεν πρέπει να οδηγεί σε ειδικά προνόμια για ορισμένους παίκτες. Επιπλέον, η αναπόφευκτη διαταραχή του περιβάλλοντος που προκύπτει από την διαχείριση ζήτησης δίχως αποζημίωση, θα οδηγήσει τελικά σε συγχώνευση της αγοράς. Οι προμηθευτές με μεγάλη έκθεση στις δραστηριότητες των φορέων θα αποτύχουν ή θα συγχωνευτούν με προμηθευτές που έχουν χαμηλότερη έκθεση, όπως δηλαδή οι προμηθευτές που δρουν σε αγορές διαφορετικών κρατών με αποζημίωση. Μακροπρόθεσμα, οι αγορές με υψηλή συγκέντρωση προμηθευτών είναι λιγότερο πιθανό να εξυπηρετήσουν καλά τους πελάτες τους. Συνήθως, η τιμή αυξάνεται πέραν του επιπέδου του ανταγωνισμού και η ποιότητα της προμήθειας υποχωρεί. Αντιθέτως, σε ένα μοντέλο με αποζημίωση προς τους προμηθευτές, η αύξηση στην αποδοτικότητα της διαχείρισης ζήτησης πιθανώς θα επωφελήσει άμεσα τους καταναλωτές. Η αποδοτική ενεργοποίηση της ζήτησης θα επικρατήσει και καθώς η αποζημίωση δεν επηρεάζει τον σχηματισμό της τιμής, οι πιθανές μειώσεις της τιμής στη χονδρεμπορική μπορούν να λάβουν χώρα.
Συμπέρασμα: Η διαχείριση της ζήτησης ίσως φέρει μειώσεις τιμής στην αγορά, όπως με κάθε άλλη ανταγωνιστική τεχνολογία. Προκειμένου να αποφευχθεί η υπερβολική έκθεση των προμηθευτών – μεταξυ αυτών που έχουν δραστήριους φορείς εκπροσώπησης και αυτούς που δεν έχουν – στην πιθανή επίδραση της διαχείρισης ζήτησης, είναι σημαντικό να υπάρξει ένα σωστό πλαίσιο για την αποζημίωση του κόστους εξασφάλισης ενέργειας και για το δίκαιο διαμοιρασμό των ανισορροπιών.
Πηγή: energypress.gr