Η ασφάλεια προμήθειας και οι χαμηλές τιμές που θα διασφαλίζουν τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα, η οποία θα ευθυγραμμίζεται με τη συνεκτική εθνική πολιτική ενέργειας πρέπει να αποτελούν βασικές προτεραιότητες στην αγορά ηλεκτρισμού. Αυτό υπογραμμίζει η ΟΕΒ προσθέτοντας πως οι στόχοι της πολιτικής ενέργειας πρέπει να είναι μακροπρόθεσμα κατανοητοί, προβλέψιμοι και σταθεροί, ώστε να προσελκύουν βιώσιμες επενδύσεις μέσω της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού.
Οι ειδικότεροι στόχοι της Ομοσπονδίας Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ) αναφορικά με τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού στην Κύπρο είναι:
1. Η διασφάλιση του δίκαιου και χαμηλότερου δυνατού κόστους ηλεκτρισμού.
2. Η δυνατότητα όλων των καταναλωτών ηλεκτρισμού να επιλέγουν τον προμηθευτή τους και όλων των προμηθευτών να προμηθεύουν ελεύθερα τους πελάτες τους.
3. Η επίτευξη αποδοτικότητας και υψηλών επιπέδων εξυπηρέτησης στην αγορά ηλεκτρισμού.
4. Η προώθηση της ασφάλειας και βιωσιμότητας προμήθειας ηλεκτρισμού.
5. Η ενθάρρυνση της προστασίας του περιβάλλοντος και της παραγωγής ηλεκτρισμού από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
Όλοι οι ανωτέρω στόχοι θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται και να προωθούνται στο σύνολο του κειμένου των υπό διαμόρφωση Κανόνων Αγοράς Ηλεκτρισμού (ΚΑΗ) στην Κύπρο (προθεσμιακή και προ-ημερήσια αγορά, ολοκληρωμένος προγραμματισμός, εξισορρόπηση και εκκαθάριση).
1. Η διασφάλιση του δίκαιου και χαμηλότερου δυνατού κόστους ηλεκτρισμού.
Βασική επιδίωξη για οποιεσδήποτε αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού στην Κύπρο θα πρέπει να αποτελεί η μείωση των τιμολογίων ηλεκτρισμού μεσοπρόθεσμα, τόσο για τους οικιακούς καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις. Αυτό θα ενισχύσει τη δυνατότητα της Κυπριακής οικονομίας να παρέχει ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2015, η τρέχουσα διατίμηση ηλεκτρισμού του μέσου οικιακού καταναλωτή στην Κύπρο είναι κατά 3% υψηλότερη του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ αντίστοιχα είναι κατά 50% υψηλότερη για τον μέσο βιομηχανικό καταναλωτή και 59% υψηλότερη για τους μεγάλους ενεργοβόρους καταναλωτές.
2. Η δυνατότητα όλων των καταναλωτών ηλεκτρισμού να επιλέγουν τον προμηθευτή τους και όλων των προμηθευτών να προμηθεύουν ελεύθερα τους πελάτες τους.
Οι ενεργειακές πολιτικές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εναρμονισμένες με κύριο στόχο την εξασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά. Για την Κυπριακή Δημοκρατία ειδικότερα, σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η διαμόρφωση της ανταγωνιστικής αγοράς παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρισμού, στοχεύοντας στην ενίσχυση της βιομηχανικής ανάπτυξης και στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Για την ενθάρρυνση ανάπτυξης ανταγωνισμού και επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει οι στόχοι της μακροπρόθεσμης πολιτικής ενέργειας να είναι κατανοητοί, προβλέψιμοι και σταθεροί.
3. Η επίτευξη αποδοτικότητας και υψηλών επιπέδων εξυπηρέτησης στην αγορά ηλεκτρισμού.
Βασικές επιδιώξεις για οποιεσδήποτε αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού στην Κύπρο θα πρέπει να αποτελούν τόσο η αποδοτικότητα λειτουργίας του συστήματος ηλεκτρισμού όσο και η καλύτερη εξυπηρέτηση των καταναλωτών. Η βελτίωση της εξυπηρέτησης καταναλωτών που αναμένεται να προκύψει από την ανάπτυξη του ανταγωνισμού δεν θα πρέπει συνοδεύεται από δυσανάλογη μείωση της αποδοτικότητας λόγω της αυξημένης πολυπλοκότητας λειτουργίας του συστήματος ηλεκτρισμού, η οποία θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους.
4. Η προώθηση της ασφάλειας και βιωσιμότητας προμήθειας ηλεκτρισμού.
Βασικός στόχος λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού είναι τη διασφάλιση της προμήθειας και η πλήρης ικανοποίηση της ζήτησης ηλεκτρισμού. Το κόστος ασφάλειας της προμήθειας ηλεκτρισμού δεν θα πρέπει όμως να οδηγεί σε μία μη αυτόνομα βιώσιμη αγορά ηλεκτρισμού.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του CEER (Council of European Energy Regulators) για την ασφάλεια και ποιότητα παροχής ηλεκτρισμού μέχρι το 2012, o δείκτης μέσου χρόνου μη προγραμματισμένης διακοπής της παροχής ηλεκτρισμού στο δίκτυο χαμηλής τάσης (SAIDI) της Κύπρου είναι υψηλότερος από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, το οποίο υποδεικνύει περιθώρια βελτίωσης. Λόγω όμως της μικρού μεγέθους και νησιωτικής μη διασυνδεδεμένης φύσης του συστήματος ηλεκτρισμού της Κύπρου, οι τρέχουσες διατιμήσεις ηλεκτρισμού είναι ήδη συγκριτικά υψηλές και δεν θα πρέπει να επιβαρυνθούν περαιτέρω για την κάλυψη υψηλού κόστους έργων ενίσχυσης της ασφάλειας προμήθειας ηλεκτρισμού.
5. Η ενθάρρυνση της προστασίας του περιβάλλοντος και της παραγωγής ηλεκτρισμού από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
Σημαντικός στόχος των ενεργειακών πολιτικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί η παραγωγή και κατανάλωση ηλεκτρισμού με όσο το δυνατό μικρότερη επιβάρυνση στο περιβάλλον. Για την Κυπριακή Δημοκρατία ειδικότερα, αυτό μεταφράζεται στους στόχους παραγωγής ηλεκτρισμού κατά 16% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το 2020 και ετήσιας εξοικονόμησης 1,5% της κατανάλωσης ενέργειας.
Σημαντική πολιτική για την επίτευξη των στόχων αυτών αποτελεί η ενθάρρυνση της αυτοπαραγωγής και της παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ.
Επισημαίνεται ότι η παραγωγή ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Κύπρο ανέρχεται σε 8,1%, έναντι μέσου όρου 27,5% των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2014, υπερβαίνοντας μόνο τη Μάλτα και το Λουξεμβούργο.
Σύνοψη θέσεων ΟΕΒ για τους ΚΑΗ
Για την ανταγωνιστική τοποθέτηση νέων συμμετεχόντων παραγωγών ηλεκτρισμού στην διαμορφούμενη αγορά, αλλά και για την αποτελεσματική αξιοποίηση από τις ενεργοβόρες κυρίως επιχειρήσεις των δυνατοτήτων που θα παρέχει η αγορά αυτή, θα πρέπει σημαντική σχετική πληροφόρηση να γίνει δημόσια διαθέσιμη.
Σημαντικό θέμα αποτελεί επίσης η ανάγκη άμεσης οριστικοποίησης των μεταβατικών ρυθμίσεων που θα ισχύσουν μέχρι την έναρξη και την πλήρη εφαρμογή των υπό διαμόρφωση ΚΑΗ. Η ΟΕΒ θεωρεί ειδικότερα ότι όλοι οι νέοι παραγωγοί ΑΠΕ θα πρέπει να πληρώνονται από την ΑΗΚ για την ποσότητα του ηλεκτρικού ρεύματος που θα διοχετεύουν στο δίκτυο, με βάση το ωριαίο οριακό κόστος παραγωγής της ΑΗΚ.
Οι προτάσεις της ΟΕΒ στο κείμενο των υπό διαμόρφωση ΚΑΗ συνοψίζονται ως ακολούθως:
1. Το κατώτερο όριο 5 MW ισχύος των αυτοπαραγωγών είναι πολύ υψηλό και περιοριστικό – προτείνεται η μείωσή του σε 2 MW.
2. Να διευκρινισθεί ο ορισμός του auto producer with a 5+ MW offtake παραγωγή. Πρέπει να ξεκαθαρισθεί αν στον εν λόγω ορισμό εμπίπτει και ο παραγωγός που καλύπτει ιδιο-ανάγκες και δύναται να προωθεί στο δίκτυο περίσσεια ενέργειας τουλάχιστον 5 MW, αφορά μόνο συμβατική παραγωγή ή/και παραγωγή από ΑΠΕ.
3. Το ανώτερο όριο 20 MW ισχύος των φορέων αθροιστικών υπηρεσιών (Aggregators) είναι πολύ χαμηλό και περιοριστικό – προτείνεται η αύξησή του σε 40 MW.
4. Προτείνεται η παροχή της δυνατότητας στους φορείς αθροιστικών υπηρεσιών να συμπεριλαμβάνουν και μικρές συμβατικές μονάδες πέραν των ΑΠΕ.
5. Προτείνεται η δυνατότητα παροχής επικουρικών υπηρεσιών από συστοιχίες αποθήκευσης ισχύος.
6. Προτείνεται η σύντομη λειτουργία επιπρόσθετης ενδο-ημερήσιας αγοράς, και στην μεταβατική περίοδο η μεγάλη ανεκτικότητα σε ανισορροπίες πρόβλεψης φορτίων ΑΠΕ ανά ημίωρο.
7. Θα πρέπει να διατεθεί ένα κατάλληλο περιβάλλον δοκιμών για τους νέους παραγωγούς πριν από την εφαρμογή των ΚΑΗ, και μεγάλη ελαστικότητα στην επιβολή προστίμων για συχνές ανισορροπίες πρόβλεψης φορτίων ΑΠΕ.
8. Θα πρέπει να προσδιοριστεί η πηγή των πόρων αποζημίωσης για τις δυνητικές περικοπές παραγωγής μονάδων ΑΠΕ εκτός Εθνικών Σχεδίων Χορηγιών.
9. Σε ότι αφορά τα large tolerances που αναφέρονται σε 2-3 σημεία, σημαντικό είναι να καθορισθούν αριθμητικά οι συντελεστές ή τουλάχιστον ένα εύρος τους. Είναι δεδομένο πως αυτοί θα διαμορφώνονται συνεχώς και εξελικτικά παράλληλα με την ενεργοποίηση της αγοράς επομένως αντί του στείρου και απόλυτου large tolerances είναι πιο σημαντικό να καθορισθούν συγκεκριμένα όρια.